Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Γιατί ένα Δίκτυο


Γιατί ένα Δίκτυο Ελληνικών Περιφερειών;

Η σημερινή συγκυρία αποτελεί συγκυρία παρακμής για τη χώρα και το λαό μας. Στο εσωτερικό, η αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η προϊούσα απεμπόληση βασικών αξιών που μας συνόδεψαν ανά τους αιώνες, ο ατομικισμός, η απώλεια της ταυτότητάς μας και η μετατροπή μας σε καταναλωτές εισαγόμενων σκουπιδιών, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η μετατροπή της εκτός λεκανοπεδίου χώρας σε χώρο αναψυχής της πρωτεύουσας, η καταστροφή της γεωργικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας, ο γραφειοκρατικός στραγγαλισμός κάθε παραγωγικής προσπάθειας, αποτελούν συμπτώματα ενός οργανισμού που νοσεί.  
Στο εξωτερικό, η πίεση από την ιμπεριαλιστική πολιτική της Τουρκίας και η απροθυμία οποιασδήποτε αντίστασης σ’ αυτή, η αδυναμία άσκησης συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής και η υποταγή της σε κομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες οδηγούν την πατρίδα μας σε αναξιοπιστία και προοιωνίζονται εξελίξεις επώδυνες. Η αμφισβήτηση ελληνικών εδαφών και ο σφετερισμός της ιστορίας μας μένουν αναπάντητα και το μήνυμα ότι δεν υπάρχει βούληση αντιπαράθεσης εντείνει τις επεκτατικές βλέψεις των γειτόνων μας. Οι αιτίες για το σημερινό ξεπεσμό είναι πολλές κι η συζήτηση γι’ αυτές μεγάλη. Υπάρχουν διεθνείς παράμετροι και τοπικές ιδιαιτερότητες, αντιφάσεις του ελλαδικού κράτους και νοοτροπίες στρεβλές. Κι όλες πρέπει να ληφθούν υπόψη όταν αναλύομε την κατάσταση για να δούμε πως θα την αντιμετωπίσομε.
Μπορούμε όμως να αναφερθούμε εδώ στο ότι ο γιγαντισμός της πρωτεύουσας, μιας μητροπολιτικής περιοχής που έφτασε να αποτελεί το μισό του πληθυσμού μας, διαμορφώνει συσχετισμούς που έχουν αντίκτυπο σ’ όλα τα παραπάνω, πως τα προσλαμβάνομε και πως αντιδρούμε σ αυτά. Η πρωτεύουσα απομυζά την παραγωγή της υπόλοιπης Ελλάδας, τοποθετεί αρνητικό πρόσημο στην παραγωγικότητα και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον παρασιτικό χαρακτήρα της χώρας. Ο γιγαντισμός της δημιουργεί ασφυξία σε ατομικό επίπεδο, με ατέλειωτες χαμένες ώρες και κόστος για μετακινήσεις, τεντωμένα νεύρα και ανταγωνισμό για μια θέση στάθμευσης του βασιλιά της σύγχρονης Ελλάδας, του αυτοκινήτου. Πρόκειται για ένα παράδειγμα του πως η αύξηση του ΑΕΠ μέσω της άσκοπης κατανάλωσης χρόνου, καυσίμων, οχημάτων και των παρεπομένων επισκευών, νοσηλειών κλπ μειώνει την ποιότητα ζωής μας. Κοντά σ’ αυτά, οι αρχές της αλληλεγγύης, του σεβασμού προς τον άλλο και τη φύση, η εργατικότητα, η σεμνότητα, η συλλογικότητα, αποτελούν πλέον αναποτελεσματικά οχήματα επιβίωσης σε ένα κράτος που επιβραβεύει την ασυδοσία και τη ρεμούλα.
Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας δραστηριοποιούνται σε μια προσομοίωση ζωής. Νομίζουν ότι ζουν περνώντας καθημερινά δύο και τρεις ώρες από τη ζωή τους στο αυτοκίνητο, ότι ψυχαγωγούνται ακολουθώντας ένα αστραφτερό αλλά κενό πρότυπο ντυσίματος, μόδας, διασκέδασης, τρέχουν πίσω από συνεχώς δημιουργούμενες ανάγκες, και χάνουν την επαφή μεταξύ τους σε φιλικό και οικογενειακό επίπεδο, την ουσία των πραγμάτων, τη φιλία και την εμπιστοσύνη του ενός στον άλλο. Χάνουν, μέσα στην πιεστική καθημερινότητα, το δεσμό με τη γειτονιά όπου ζουν αλλά και την επαφή τους με τον τόπο καταγωγής τους κι αν όχι οι ίδιοι, τα παιδιά που γεννούν και αναθρέφουν στην Αθήνα έχουν απολέσει και το δέσιμο με το χωριό, τη γη, τις αξίες που αυτό ακόμα διατηρεί. Κι ακόμα, επειδή πια είναι πάρα πολλοί οι Αθηναίοι, οι συμπεριφορές και «αξίες» που διαμορφώνουν περνάνε με τον πρωτευουσιάνικο αέρα τους και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία προσπαθεί να μην υπολείπεται της πρωτεύουσας. Η Αθήνα επιβάλλει τους όρους της στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μέσα από ένα συγκεντρωτικό κράτος διαμορφώνει τους κανόνες του παιχνιδιού μακριά από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της υπόλοιπης χώρας, η οποία δεν εκπροσωπείται στα κέντρα αποφάσεων. Δε μπορούν να την εκπροσωπούν βουλευτές που εκλέγονται εκεί αλλά δουλεύουν και ζουν στην Αθήνα. Η διαμόρφωση ενός πληθυσμού δίχως ταυτότητα σημαίνει και την άσκηση μιας πολιτικής δίχως στόχους. Οι προτεραιότητες αφορούν στη διαιώνιση ενός καταναλωτικού μοντέλου που δημιουργεί και οφείλει να καλύπτει συνεχώς «ανάγκες».
Έτσι, η Θράκη, το Αιγαίο, η Κύπρος, είναι πολύ μακριά και αποτελούν ενοχλήσεις μάλλον παρά αφορμές για προβληματισμό και διαμόρφωση μιας εξωτερικής πολιτικής που θα έχει σαν αποτέλεσμα την εμπέδωση της ειρήνης και τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της χώρας.
Έτσι, η προστασία κι ο σεβασμός του περιβάλλοντος υποχωρούν μπροστά στη «ανάγκη» της στέγασης σε πολυτελή αυθαίρετα, της μείωσης των εξόδων απορρύπανσης των βιομηχανιών, της επίτευξης του στόχου «ένα τουλάχιστον αυτοκίνητο ανά κάτοικο». Αγοράζομε αυτά που μέχρι χτες παρήγαμε για ατομική μας κατανάλωση αξιοποιώντας κάθε σπιθαμή της γης μας, αυτής που τώρα γίνεται αντικείμενο επιβουλών.
Έτσι, η χώρα που είναι από τις πρώτες στους ηλιακούς θερμοσίφωνες, δεν είναι σε θέση να παραγάγει η ίδια την ενέργεια που χρειάζεται από ήπιες ανανεώσιμες πηγές. Και αφιερώνει ένα τεράστιο ποσοστό του ισοζυγίου πληρωμών της στο πετρέλαιο, αφήνοντας τον ήλιο και τον αέρα της ανεκμετάλλευτους. Κι όταν το κάνει, παραχωρεί τα βουνά μας σε γιγάντιες πολυεθνικές για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών βαριάς περιβαλλοντικής παρενόχλησης. Το αντίθετο δεν το κάνει. Δηλαδή την προώθηση της παραγωγής ενέργειας από τα νοικοκυριά και τις τοπικές κοινωνίες.
Η επιτόπια παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, τροφίμων και άλλων αγαθών, αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια πρόκληση του μέλλοντος προς την ανθρωπότητα. Η σπατάλη φυσικών πόρων που προκαλούν οι μεταφορές αγαθών και ενέργειας ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Από την άλλη, η επιτόπια παραγωγή μεταφέρει και τα κέντρα αποφάσεων από την πρωτεύουσα και τις Βρυξέλλες στις τοπικές κοινωνίες. Αυτό από μόνο του δημιουργεί στις τελευταίες ευθύνες, ανάγκη για συνεργασίες και προγραμματισμό και προάγει την άμεση δημοκρατία. Οι αρχές και οι αξίες του λαού μας που αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούν να ανθίσουν σε ένα τέτοιο επίπεδο.
Εδώ και χρόνια, βλέπομε την αξιοπρέπειά μας να χάνεται σαν πολίτες και σαν κοινωνία. Θα ήταν άδικο να επιρρίψομε την ευθύνη αποκλειστικά στο κράτος μας. Αυτό εμείς το δημιουργούμε, εικόνα μας είναι. Κι αντανακλά τη δική μας ανεπάρκεια. Δε μιλούμε λοιπόν για ευθύνες άλλων. Αν αγαπάμε ακόμα την πατρίδα μας, θα πρέπει να σκύψομε πάνω στους εαυτούς μας και ν’ αλλάξομε εμείς οι ίδιοι. Κι ακόμα, οι ενέργειές μας δεν πρέπει να ευτελιστούν σε επαιτεία προς το κράτος. Αλλάζοντας εμείς οι ίδιοι μπορούμε σε μια καθημερινή πρακτική να υποκαταστήσομε την ανεπάρκεια της πολιτείας. Να δημιουργήσομε συμπράξεις και κοινές πορείες σε μια σειρά θέματα που θα ακυρώσουν το γιγαντισμό και τη γραφειοκρατία του κράτους, που θα παρακάμψουν την πολιτική του παρασιτισμού και που θα καταφέρουν να το αλλάξουν τελικά.
Η αποκέντρωση είναι μονόδρομος σε μια τέτοια πορεία. Ήδη το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται επίσημα πια, (κέντρο-περιφέρεια), αποδίδει ακριβώς το αδιέξοδο που υπάρχει. Δε νοείται κέντρο, όπως δε νοείται και μια μόνο περιφέρεια. Αυτό που θα πρέπει να υπάρχει είναι πολλές γεωγραφικές ελληνικές περιφέρειες, σε ισορροπία μεταξύ τους, δίχως κάποιο κέντρο που να τις καταδυναστεύει. Η Αθήνα, με μειωμένο πληθυσμό, θα πρέπει να ανήκει κι αυτή σε μια από τις περιφέρειες. Σ αυτή την πορεία, η Αθήνα δε μπορεί να βοηθήσει για αντικειμενικούς λόγους. Γιατί η ίδια έχει απολέσει τα εργαλεία που θα μας βοηθήσουν να αναστρέψομε την κατάσταση. Εδώ, για λόγους αντικειμενικούς, θα είναι στην πρώτη γραμμή οι περιοχές που κρατούν ακόμα στοιχεία των παλιών μας αξιών. Γι’ αυτό, οι εκτός «κέντρου» Ελληνικές περιοχές θα πρέπει να αποκαταστήσουν επαφές μεταξύ τους. Αυτό δε συμβαίνει σήμερα. Οι επαρχίες μας επικοινωνούν μόνο μέσω της πρωτεύουσας-ήλιου, σε ένα πλέγμα σχέσεων που εξακτινώνονται μέσω του κέντρου. Μεταξύ τους δεν έχουν απευθείας επαφές. Αυτό από μόνο του δημιουργεί αντινομίες. Όταν οι επί μέρους επαρχίες δε γνωρίζουν η μια την κατάσταση της άλλης, δεν έχουν εικόνα του πόσο ισότιμα παραμελημένες είναι. Καθεμιά μπορεί να θεωρεί ότι η κατάστασή της είναι μοναδική, και ότι υπεύθυνη γι’ αυτό δεν είναι η υδροκέφαλη πολιτική ενός Αθηναϊκού κράτους αλλά η ίδια η Ελλάδα. Είναι εύκολο λοιπόν να αναπτύσσεται μια αντιπαλότητα όχι κατά του κέντρου αλλά κατά της ίδιας της Ελλάδας. Ακόμα, όταν οι επαρχίες δεν έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, δε γνωρίζουν την κατάσταση η μια της άλλης, δεν καταλαβαίνει η Κρήτη πχ την εγκατάλειψη της Ηπείρου ούτε η Πελοπόννησος το μειονοτικό πρόβλημα στη Θράκη. Κι αυτό εμποδίζει τη σύνθεση μιας πολιτικής πραγματικά κεντρικής, όχι με την έννοια του ότι αποφασίζεται στο «κέντρο», αλλά με την έννοια του ότι όλοι από κοινού τη χαράζουμε.
Πρέπει λοιπόν να συναντηθούμε, οι ελληνικές επαρχίες. Πρέπει να αρχίσομε μια συζήτηση για όλα αυτά κι άλλα που δε μπορεί να πιάσει τούτο το κείμενο, ακριβώς γιατί δεν έχομε εικόνα όλης της κατάστασης, αποξενωμένοι μεταξύ μας. Ο χρόνος πιέζει πια πολύ. Η εσωτερική κατάπτωση κι η εξωτερική απειλή είναι εδώ, παρούσες, κι η πορεία δεν είναι πια σίγουρο ότι αντιστρέφεται, ακόμα κι αν υπάρξει η βούληση για κάτι τέτοιο. Όμως αυτή την προσπάθεια πρέπει να την κάνουμε, όλοι μαζί, για μια πατρίδα δίκαιη κοινωνικά, χειραφετημένη εθνικά, με άμεση δημοκρατία, αυτάρκη και με σεβασμό στη φύση.

Πρωτοβουλία για ένα δίκτυο των ελληνικών περιφερειών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου