Περί της διδασκαλίας «μειονοτικών»
γλωσσών
και ιδιωμάτων προβληματισμοί
Δημήτρη
Ε. Ευαγγελίδη
- Εισαγωγή
Τα
τελευταία χρόνια γράφονται και ακούγονται πολλά γύρω από το ζήτημα της
διδασκαλίας των «μειονοτικών» γλωσσών και ιδιωμάτων.
Δεδομένου ότι το θέμα δεν είναι απλά επιστημονικό και εκπαιδευτικό, αλλά βαθύτατα
πολιτικό και εθνικό, θεωρώ ότι υπάρχει ανάγκη να ξεκαθαριστούν θεμελιώδεις
αρχές και παράμετροι και να γίνει ευρύτερα κατανοητό με τι ακριβώς έχουμε να
κάνουμε.
Πριν αναφερθούμε σε οτιδήποτε οφείλουμε
να διευκρινίσουμε κάποιους βασικούς όρους, ώστε να αποφευχθούν παρανοήσεις και
παρεξηγήσεις.
- Γλώσσες,
διάλεκτοι, βοηθητικές γλώσσες
Ένα από τα σημαντικά
(και πρακτικά ανεπίλυτα) προβλήματα που αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οι Γλωσσολόγοι
ήταν και η επιλογή κάποιων επιστημονικών κριτηρίων για την διάκριση μεταξύ
γλώσσας και διαλέκτου. Με άλλα λόγια, πότε και με ποια κριτήρια το γλωσσικό μέσο
επικοινωνίας ενός πληθυσμού χαρακτηρίζεται
διάλεκτος κάποιας γλώσσας και πότε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ξεχωριστή γλώσσα;
Η Γλωσσολογία αδυνατούσε να αποφανθεί
μέχρι προσφάτως με αποτέλεσμα σημαντικό ρόλο να παίζουν άλλοι παράγοντες π.χ.
πολιτική βούληση. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του γλωσσολόγου Μαξ Βάϊνράϊχ: «Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό»,
που τονίζει ακριβώς την σημασία του πολιτικού / κρατικού παράγοντα, ο οποίος
βαρύνει αποφασιστικά σε τέτοια θέματα. Βεβαίως, η σύγχρονη Γλωσσολογία
επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα με την υιοθέτηση μιας άλλης οπτικής με την
οποία προσεγγίζεται η διάκριση «γλώσσα-διάλεκτος», με την εισαγωγή της έννοιας
του «γλωσσικού συνεχούς» (language
continuum), αλλά και με την χρήση νέων όρων, γλωσσοπολιτικά ουδέτερων, όπως οι
όροι Ausbausprache - Abstandsprache – Dachsprache [1], δανεισμένων από την Γερμανική γλώσσα.
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, το
οποίο θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να αναφερθεί για να μπορέσουμε να καταλήξουμε
σε εύκολα αντιληπτά συμπεράσματα. Πρόκειται για το ζήτημα της ύπαρξης και άλλων
προφορικών μορφών επικοινωνίας μεταξύ ανθρωπίνων ομάδων, πέρα από τις κύριες ή γηγενείς γλώσσες (primary or native languages),
που συνιστούν οι λεγόμενες βοηθητικές/συμπληρωματικές
γλώσσες (auxiliary languages). Η πλέον γνωστή περίπτωση χρήσης μιας
βοηθητικής «φυσικής» γλώσσας (σε αντιδιαστολή με διάφορες τεχνητές, όπως η Εσπεράντο,
η Volapük κ.λπ.) είναι ασφαλώς η
λεγόμενη Λίγκουα Φράγκα (Lingua
Franca)[2],
κατά λέξη «Φράγκικη γλώσσα».
Δεν πρέπει πάντως να συγχέεται με τα φραγκολεβαντίνικα, που αναφέρονται
αποκλειστικά στον γραπτό λόγο και δημιουργήθηκαν από τους Λεβαντίνους (=δυτικοευρωπαίοι εγκατεστημένοι στην Εγγύς Ανατολή) της
Σμύρνης, που μιλούσαν μεν ελληνικά, αλλά επειδή δυσκολεύονταν να μάθουν την
ορθογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες για να γράψουν τα
ελληνικά (ή σύμφωνα με άλλη, εγκυρότερη εκδοχή[3], με καθοδήγηση της Καθολικής
Εκκλησίας). Τους μιμήθηκαν αργότερα οι Χιώτες και άλλοι έμποροι του εξωτερικού,
που στην ελληνική αλληλογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες και
έτσι προέκυψαν τα φραγκοχιώτικα,
κάτι ανάλογο με τα σημερινά greeklish.
Συνώνυμος με τον όρο Λίγκουα Φράγκα
είναι και ο όρος Vehicular Language,
σε ελεύθερη μετάφραση θα λέγαμε δευτερεύουσα
γλώσσα, ο οποίος αναφέρεται σε μια γλώσσα που χρησιμοποιείται από άλλες
γλωσσικές κοινότητες χωρίς να είναι η μητρική τους π.χ. τα Αγγλικά είναι
(επίσημη) δευτερεύουσα γλώσσα στις Ινδίες και το Πακιστάν.
Μια άλλη μορφή βοηθητικής γλώσσας ή γλώσσας επαφής (contact language) είναι
και τα λεγόμενα Pidgin English ή απλώς Pidgin,
«σπαστά Αγγλικά» θα τα αποκαλούσαμε. Δημιουργήθηκαν στην Κίνα για τις ανάγκες
των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Άγγλων και Κινέζων. Η ίδια η λέξη pidgin είναι
το αντίστοιχο της αγγλικής λέξης business στο ιδίωμα αυτό. Σήμερα
ως pidgin ορίζεται γενικώς ένα γλωσσικό ιδίωμα, μείγμα δύο ή περισσοτέρων
γλωσσών με εξαιρετικά απλοποιημένη γραμματική και λεξιλόγιο, που
χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών, οι οποίοι
έχουν τις δικές τους γλώσσες ως μητρικές.
Στην περίπτωση
που ένα τέτοιο ιδίωμα καταλήξει να γίνει η κύρια γλώσσα ενός πληθυσμού, τότε
αναφερόμαστε σε Κρεολή γλώσσα (Creole
language)[4].
- Μειονοτικές
γλώσσες και γλωσσικές μειονότητες
Σύμφωνα
με την Γλωσσολογία και ειδικότερα τον κλάδο της Κοινωνιο-Γλωσσολογίας «μειονοτικές γλώσσες» αποκαλούνται οι
γλώσσες, διάλεκτοι ή ιδιώματα που ομιλούνται από λιγότερο του 50% του πληθυσμού
μιας χώρας, είναι δηλαδή το γλωσσικό όργανο μιας μειοψηφίας των μελών ενός
έθνους-κράτους.[5]
Κατά μία άποψη: «...η ύπαρξη
μειονοτικής γλώσσας δεν στοιχειοθετεί απαραίτητα και την ύπαρξη γλωσσικής μειονότητας
ή εν γένει μειονοτικής ομάδας. Γι' αυτό επινοήθηκε ένας ευρύτερος όρος -στο
πλαίσιο της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης- που σχετικοποιεί ακόμη περισσότερο τις "μειονοτικοποιημένες"
γλώσσες. Σύμφωνα με αυτόν, μιλάμε για “λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες”...».[6]
Τι είναι όμως η «γλωσσική μειονότητα»; Σύμφωνα με τον
κλασσικό ορισμό της Καθηγήτριας Guadalupe Valdés του Πανεπιστημίου Στάνφορντ (Stanford
University - Stanford, California), γλωσσικές
μειονότητες θεωρούνται οι «μη κυρίαρχες» κοινωνικά ομάδες και διαφοροποιούμενες
εθνο-γλωσσικά από την «κυρίαρχη» πλειονότητα του πληθυσμού μιας χώρας, από την
οποία επιδιώκουν ίση και συγκεκριμένου τύπου μεταχείριση προκειμένου να
διατηρήσουν τα γλωσσικά και εθνοτικά τους χαρακτηριστικά.[7]
Κατ’ άλλους (Τσιτσελίκης & Χριστόπουλος,
1997, σ. 14) οι γλωσσικές μειονότητες ορίζονται ως «ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες, βασιζόμενες στην εσωτερική τους συνοχή
και τους δεσμούς που συνδέουν τα μέλη, με πρωτεύοντα ρόλο να παίζει η
μειονοτική γλώσσα».[8]
Οι γλωσσικές μειονότητες διακρίνονται
σε γηγενείς ή αυτόχθονες και σε αλλογενείς. Στην πρώτη περίπτωση,
αναφερόμαστε σε μια κοινότητα ανθρώπων που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα
κοινά γνωρίσματα, μεταξύ των οποίων και η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Τα μέλη
αυτής της κοινότητας είναι εγκατεστημένα σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου
ζούσαν οι πρόγονοί τους (ιστορικά) για αιώνες. Κάνουν χρήση διαφορετικής
γλώσσας από εκείνη της πλειονότητας, από την οποία μάλιστα, πιστεύουν ότι
διαφοροποιούνται γενικότερα. Στη δεύτερη περίπτωση, ανήκουν οι διάφορες
μεταναστευτικές ομάδες (π.χ. προσωρινοί ή μόνιμοι μετανάστες, πρόσφυγες κ.ά.),
οι οποίες διαφέρουν εθνο-γλωσσικά από την «κυρίαρχη» ομάδα της χώρας υποδοχής.[9]
Παρατηρούμε μια (σκόπιμη;)
αοριστία και ασάφεια γύρω από τους παραπάνω ορισμούς με αποτέλεσμα να
δημιουργείται σύγχυση και ο μέσος πολίτης να δυσχεραίνεται στην κατανόηση των
διαφορών μεταξύ «μειονοτικών γλωσσών»
και «γλωσσικών μειονοτήτων» και να
του δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις.
Από
την άλλη, η υιοθεσία του όρου «λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες» θεωρώ ότι είναι προτιμότερη και πολιτικά ουδέτερη, ώστε να
επιτρέπει προσεγγίσεις χωρίς παρανοήσεις ή αυθαίρετες παραπομπές σε εθνικά
ζητήματα.
- Αλλόφωνες
ομάδες στον ελλαδικό χώρο
Στην
ελληνική επικράτεια εντοπίζονται αλλόφωνες
ομάδες πληθυσμού, οι οποίες σύμφωνα με τις κατά καιρούς καταγραφές ομιλούν τις
παρακάτω γλώσσες, διαλέκτους και ιδιώματα:
α.
Η τουρκική γλώσσα των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, που
αποτελεί την μόνη μειονότητα, η οποία προστατεύεται από την Συνθήκη της Λωζάνης
και συναποτελείται από τρεις διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως Τούρκους
(εξισλαμισθέντες ελληνικοί πληθυσμοί στην πραγματικότητα), τους Πομάκους και τους
Τσιγγάνους. Οι σχετικές διατάξεις της Συνθήκης προβλέπουν μια σειρά υποχρεώσεων
για την Ελλάδα και δικαιωμάτων για τους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες. Οι
αποδέκτες των δικαιωμάτων αυτών προσδιορίζονται βάσει της θρησκείας τους και μόνον, ενώ κατοχυρώνεται το
δικαίωμα στην ελεύθερη χρήση της μητρικής γλώσσας δημόσια, ιδιωτικά ή κατά τις
λατρευτικές εκδηλώσεις, στο δημόσιο σχολείο, σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα
και σε ορισμένες δικαστικές διαδικασίες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τουρκική
γλώσσα υπήρξε όργανο επικοινωνίας και των τουρκόφωνων
Ελλήνων προσφύγων (καραμανλίδικα) από την Μ. Ασία που εγκαταστάθηκαν στην
Ελλάδα μετά το 1922.
β. Η Πομακική,
η διάλεκτος των Πομάκων μουσουλμάνων
της Δυτικής Θράκης, η οποία διατήρησε αρχέγονα σλαβικά στοιχεία και είχε διαφορετική
εξέλιξη από τήν κοινή βουλγαρική. Είναι διάλεκτος προφορικής παράδοσης και θεωρείται σλαβική ποικιλία με δάνεια λεξιλογικά
στοιχεία πολύ πρόσφατα, τόσο από την
ελληνική όσο και από την τουρκική. Οι πομακόφωνοι ακολουθούν πιο εύκολα από
τους τουρκόφωνους την μέση εκπαίδευση σε ελληνικά σχολεία και όχι σε
μειονοτικά, καθώς και ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση σε ελληνικά ιδρύματα και
όχι σε ομόβαθμα ιδρύματα της Τουρκίας. Οι Πομάκοι βρίσκονται σε μια ιδιάζουσα
θέση, καθώς δεν προστατεύονται ως μειονότητα από την Συνθήκη της Λωζάνης, η
οποία αναφέρεται αορίστως σε μουσουλμάνους, με αποτέλεσμα και η διάλεκτός τους να μη τυγχάνει οποιασδήποτε
ρυθμιστικής αντιμετώπισης και προστασίας, καθώς τα πολύ ισχυρότερα τουρκικά
μονοπώλησαν το θεσμικό και θρησκευτικό πλαίσιο γλωσσικής προστασίας της
μουσουλμανικής μειονότητας.
γ. Η Ρομανές,
των τσιγγάνων/γύφτων/Ρομά, που αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση διαλέκτου και
αυτό συμβαίνει διότι ομιλείται σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ωστόσο δεν αποτελεί ένα ενιαίο γλωσσικό μέσο επικοινωνίας, αλλά ένα μείγμα
από πολλές διαλέκτους και ιδιώματα που σε μερικές περιπτώσεις παρουσιάζουν
τέτοιες διαφορές, ώστε να δυσχεραίνουν κατά πολύ την επικοινωνία μεταξύ των
ομιλητών τους. Η Ρομανές αποτελεί μακρυνότατο
απόγονο της γλώσσας ή των γλωσσών που μιλούσαν ορισμένοι κάτοικοι της βόρειας Ινδίας πριν από δέκα περίπου
αιώνες, οι οποίοι για άγνωστους μέχρι τώρα λόγους αναγκάστηκαν ν’ ακολουθήσουν
μια μακρόχρονη πορεία προς τα δυτικά, υιοθετώντας τη νομαδική ζωή και ζώντας
στο περιθώριο των κοινωνιών στις χώρες εγκατάστασής τους. Οι διάλεκτοι και
τα ιδιώματα της ρομανές που μιλούν σήμερα οι Ρομά προέρχονται κατά βάση από
ορισμένες γλώσσες της βόρειας Ινδίας (παντζάμπι, χίντι, νεπάλι
κ.ά.) και έχουν δεχτεί έντονες επιδράσεις από τις γλώσσες της
Ασίας (περσικά, αραβικά, τουρκικά), της ανατολικής Ευρώπης (αρμένικα,
ελληνικά, ρουμάνικα), αλλά και της δυτικής. Οι μουσουλμάνοι Αθίγγανοι της Ελλάδας, ως μέλη της αναγνωρισμένης, ως
θρησκευτικής, μουσουλμανικής μειονότητας, εντάσσονται και αυτοί όπως και οι
Πομάκοι σε μια διαδικασία αλλαγής της γλωσσικής τους συμπεριφοράς υπέρ της
τουρκικής, πράγμα που λειτουργεί ως προπομπός τη ταύτισης των δύο μειονοτήτων
ως προς την εθνοτική και την εθνική ταυτότητα. Οι ρομανόφωνοι της Κομοτηνής
χρησιμοποιούν κατ’ αποκλειστικότητα την τουρκική στην καθημερινή τους επικοινωνία,
ενώ η μητρική τους γλώσσα σχεδόν έχει εκτοπισθεί. Στα μειονοτικά σχολεία, στον
τομέα της διοίκησης και εργασίας χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα. Η χρήση της
Ρομανές από χριστιανούς Αθίγγανους
επιτελεί πρωτευόντως λειτουργίες αναγνώρισης και διάκρισης μεταξύ των μελών της
τσιγγάνικης κοινωνίας, τόσο σε ενδοφυλετικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο,
δευτερευόντως δε καθαρά επικοινωνιακές λειτουργίες με το περιβάλλον τους, καθώς
οι ανάγκες επικοινωνίας με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας εξυπηρετούνται από
την ελληνική γλώσσα.
δ. Η Αρμενική, η γλώσσα της εθνικής μειονότητας
των Αρμενίων, η οποία έχει ημιεπίσημη σχεδόν αναγνώριση και μαζί με την
Τουρκική είναι οι μόνες μειονοτικές γλώσσες στις οποίες εκδίδονται έντυπα. Στα
τρία αρμενικά δημοτικά σχολεία και στο αρμενικό γυμνάσιο της Αθήνας διδάσκεται
η αρμενική γλώσσα, η ιστορία και τα θρησκευτικά. Στην παλαιοτέρα μεγαλύτερη
αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης και σε πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης
με αρμενικές κοινότητες λειτουργούν σχολεία κάθε Σάββατο πρωί. [10]
ε. Η Λαντίνο (ισπανοεβραϊκά), η γλώσσα που
μιλούσαν κυρίως πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης,
ενώ σήμερα περιορίζεται μόνο στα μέλη της μικρής πια εβραϊκής κοινότητας της
πόλης. Αποτελεί διάλεκτο της ισπανικής που μιλούσαν οι κάτοικοι της
περιοχής της Καστίλλης (Ισπανία), απ’ όπου ήρθαν το 1492 οι Σεφαρδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης.
Μεταπολεμικά, το μεγαλύτερο ποσοστό των ομιλητών της Λαντίνο μετανάστευσε στην
Κωνσταντινούπολη και το Ισραήλ. Η ισραηλιτική κοινότητα στην Ελλάδα έχει
προωθήσει τη διδασκαλία της μειονοτικής αυτής γλώσσας σε ιδιωτικά σχολεία που
έχουν ιδρυθεί. Η Λαντίνο περιέχει αρκετά λεξιλογικά στοιχεία από την
Εβραϊκή, την Τουρκική, την Ελληνική και άλλες γλώσσες, ωστόσο ακολουθεί τους
γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της εβραϊκής.
στ.
Η Αρμανική (Βλάχικα), που αποτελεί
μια λατινογενή γλώσσα των βλαχόφωνων Ελλήνων και χρησιμοποιείται σε
περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Μακεδονίας. Σύμφωνα
με άλλη άποψη, περισσότερο ευλογοφανή, είναι ιδίωμα/διάλεκτος της κοινής λατινικής επί ελληνικού υποστρώματος και
επομένως δεν θεωρείται γλώσσα που
χρειάζεται προστασία. Οι ίδιοι οι χρήστες αυτοαποκαλούνται
Αρμάνοι, Αρωμούνοι ή Βλάχοι. Ο όρος Βλάχικα υποδηλώνει ότι είναι
μια αυτόνομη γλώσσα, διαφορετική από την
Ρουμανική, που είναι και αυτή λατινογενής γλώσσα της Βαλκανικής. Κι αυτό
αιτιολογείται, καθώς υπάρχει έλλειψη γεωγραφικής συνάφειας αλλά και διότι
καθεμία εξελίχθηκε και επηρεάστηκε ανεξάρτητα, τα Βλάχικα από την Ελληνική και
τα Ρουμανικά από τα Σλάβικα, τα Ιταλικά και τα Γαλλικά. Τα Βλάχικα δεν
ακολούθησαν την πορεία των υπόλοιπων λατινογενών γλωσσών, οι οποίες ανέπτυξαν
το γλωσσικό τους όργανο σε επίσημη γλώσσα. Υπήρξε
ανέκαθεν γλώσσα/διάλεκτος/ιδίωμα προφορικής συνεννόησης, η οποία
χρησιμοποιήθηκε εκ παραλλήλου με την ελληνική ως όργανο ενδο-ομαδικό μόνο. Τα
Βλάχικα, θεωρήθηκαν περιέργως από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου ως διάλεκτος
της Ρουμανικής και σε μια επίδειξη απίστευτης πολιτικής επιπολαιότητας, στις
15-5-1913 αναγνώρισε τους βλαχόφωνους Έλληνες ως ρουμανική (!) μειονότητα στην
Ελλάδα και επί πλέον παρεχώρησε το
δικαίωμα στην ρουμανική κυβέρνηση να ανοίξει σχολεία, όπου αντί των Βλάχικων
διδάσκονταν η ...Ρουμανική γλώσσα! Οι μετέπειτα διεθνείς πολιτικές εξελίξεις,
οι μεμονωμένες αυτονομιστικές ενέργειες ορισμένων δωσιλόγων στην διάρκεια της
Κατοχής, η έλλειψη μαθητών, καθώς και η
διακοπή χρηματοδότησης των σχολείων από τη Ρουμανία, συνέτειναν στη παύση
κάθε ενδιαφέροντος από την πλευρά του ελληνικού κράτους.
ζ.
Η Αρβανίτικη, που χρησιμοποιείται
κυρίως από κατοίκους της Βοιωτίας, της Αττικής, της Αργολιδοκορινθίας, της
επαρχίας Λοκρίδος της Φθιώτιδας, της Καρυστίας της Εύβοιας και μερικών νησιών. Υπάρχουν
όμως και νησίδες αρβανιτοφώνων στην Β. Ελλάδα. Τα Αρβανίτικα είναι εξέλιξη της νότιας
διαλέκτου της μεσαιωνικής Αλβανικής (τοσκική)
που μιλούσαν αλβανόφωνοι Έλληνες, που προωθήθηκαν νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν
στις προαναφερθείσες περιοχές τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας (14ος-15ος). Η χρήση του όρου «Αρβανίτικα» υποδηλώνει ότι είναι
διαφορετική γλώσσα από τα Αλβανικά. Η μη γραπτή παράδοση που χαρακτηρίζει τα
Αρβανίτικα, σε αντίθεση με τα Αλβανικά, ενισχύει τη διάκριση ανάμεσα στις δύο
γλώσσες, παρά το γεγονός ότι είναι δυνατή, έστω και με δυσκολία, η αμοιβαία
κατανόηση μεταξύ των ομιλητών τους. Η Αρβανίτικη είναι και αυτή γλώσσα προφορικής παράδοσης, ενώ δεν
καλλιέργησε λογοτεχνική παράδοση, πλην της αρβανιτόφωνης δημοτικής ποίησης. Η
πολιτιστική, εθνική και πολιτική ταύτιση των Αρβανιτών με τους Έλληνες κάνει τα
Αρβανίτικα πολύ ευάλωτα, διότι έχουν υποστεί
μεγάλη επίδραση από την ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα στο λεξιλόγιο και τείνουν να
εξαφανιστούν καθώς οι νέες γενιές δεν τα μιλούν πια. [11]
η. Τα εντόπια/εντόπικα,
το ιδίωμα των σλαβόφωνων Ελλήνων της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Δεν απέκτησαν ποτέ γραπτή μορφή. Για τα
εντόπια/ εντόπικα υπάρχει η μονογραφία «ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΓΗΓΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» (Τα εντόπικα/εντόπια ή μακεδονικό πίτζιν) - Μια
εθνογλωσσολογική προσέγγιση, όπου επιχείρησα να διερευνήσω την προέλευση αυτού
του ιδιώματος και τους λόγους υιοθέτησής του, όχι μόνον από τους ελληνόφωνους
πληθυσμούς, αλλά και από πληθυσμιακές ομάδες της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας
(βλαχόφωνοι, αρβανιτόφωνοι, Ρομά, Τούρκοι). [12]
- Εθνομηδενιστικοί
φενακισμοί και φύλλα συκής
Εδώ
και χρόνια διάφοροι γλωσσολόγοι του γραφείου, πολύξεροι προφεσσόροι κάθε
κατηγορίας και επιπέδου, γλωσσολογούντες άσχετοι, ανίδεοι δημοσιογράφοι και
πολιτικοί, επιμένουν να αποκαλούν τα εντόπια/εντόπικα «σλαβομακεδονικά»! Το απαράδεκτο
με αυτήν την αυθαίρετη ονοματοδοσία, χαρακτηριστική περίπτωση αυταρχικού ετεροκαθορισμού, είναι ότι όλοι οι
παραπάνω «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους», σε κάθε ευκαιρία, με κορώνες περί
«αυτοπροσδιορισμού» και άλλων τοιούτων «προοδευτικών» κραυγών, ενώ παράλληλα, ακόμη
και οι αυτοπροβαλλόμενοι ως «ειδικοί» όχι μόνον
αγνοούν πλήρως αυτό το ιδίωμα
(ουδείς είναι ομιλητής του), αλλά είναι και ανίκανοι να αντιληφθούν τις
συνέπειες και τα «παρελκόμενα» αυτής της στάσης τους. Υπάρχουν βεβαίως και
εκείνοι που συνειδητά το ονομάζουν έτσι,
γνωρίζοντας πολύ καλά το τι κάνουν, αλλά αυτοί ενεργούν σε «διατεταγμένη
υπηρεσία». Εάν λοιπόν όλοι αυτοί ερωτηθούν για το πώς πρέπει να ονομάζονται οι
χρήστες αυτού του ιδιώματος, υποθέτω ότι η αυθόρμητη απάντησή τους λογικά θα
είναι: «Μα προφανώς, Σλαβομακεδόνες»!
Όπως μάλιστα γράφει στον πρόλογο της
Β΄ έκδοσης του διαβόητου βιβλίου του «Λεηλασία
φρονημάτων», ο συνταξιούχος πλέον (ευτυχώς!) Καθηγητής Ιστορίας των
νεωτέρων χρόνων του ΑΠΘ Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος,
συνεργάτης και ομόσταυλος του γνωστού και μη εξαιρετέου Θάνου Βερέμη (στον οποίον μάλιστα και το αφιέρωσε!): «...Προκρίθηκε αντί του αδόκιμου (Σημ. ΔΕΕ:
Μάλλον ήθελε να γράψει ενοχλητικού αντί αδόκιμου, ενοχλητικού για τους
Σκοπιανούς, τους Συριζαίους, τους φιλελέ της ΝΔ, τους φίλους του Σόρος και τον
υπόλοιπο συρφετό των εθνομηδενιστών) όρου
“Σλαβόφωνοι Έλληνες“ της πρώτης έκδοσης, ο όρος “Σλαβομακεδόνες“ της Ελλάδος, ο
οποίος φαίνεται να είναι γενικότερα αποδεκτός, με την έννοια ότι το πρώτο
συνθετικό είναι δηλωτικό του τόπου διαμονής τους και το πρώτο συνθετικό της
πιθανής καταγωγής τους».[13]
Με λίγα λόγια, ο υπερτιμημένος αυτός
«επιστήμονας», υπονοεί ότι:
α.
Δεν υπάρχουν σλαβόφωνοι που να είναι Έλληνες, γι’ αυτό και ό όρος είναι
αδόκιμος, δηλ. λανθασμένος,
β.
Ισχυρίζεται ότι ο όρος «Σλαβομακεδόνες»
είναι γενικότερα αποδεκτός, χωρίς να μας αποκαλύπτει από ποιούς, προφανώς από
τους ανήκοντες στον προαναφερθέντα συρφετό,
γ.
Ισχυρίζεται ότι οι σλαβόφωνοι της Ελλάδος είναι σλαβικής καταγωγής και για να
προλάβει τις αντιδράσεις προτάσσει και ένα κουτοπόνηρο «πιθανής»!
δ.
Τέλος, ολοκληρώνοντας τις ήκιστα σοβαρές
τοποθετήσεις του, αναφέρεται στον παραπάνω Πρόλογο, λίγες σειρές πιο κάτω, σε
«Τουρκόφωνους Πόντιους», αφήνοντας τους αναγνώστες με την απορία τι ακριβώς
εννοεί: ότι η (βεβαιωμένα ελληνική) διάλεκτος των Ποντίων είναι τουρκική; Και
σίγουρα αυτό εννοεί διότι αναφέρεται και αλλού (π.χ. στην σελ. 202 του Α΄
τόμου) σε «Τουρκόφωνους Χριστιανούς του Πόντου», που «ξερριζώθηκαν από τις
εστίες τους το 1922» θεωρώντας προφανώς ότι όλοι οι Πόντιοι είναι τουρκόφωνοι!
Το εξοργιστικό με το εν λόγω πόνημα είναι
ότι η πρώτη έκδοσή του έχει ...τιμηθεί με το Βραβείο 1994 της Ακαδημίας Αθηνών,
η οποία βεβαίως δεν περιείχε τα όσα ...χαριτωμένα αναφέρει στον Πρόλογο της Β΄
έκδοσης!
Οι μόνες δικαιολογίες που ευσταθούν
για την απόφαση αυτήν είναι είτε ότι ουδείς έκανε τον κόπο να το διαβάσει είτε
ότι όσοι το διάβασαν αγνοούσαν παντελώς πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις και την
προϊστορία των διαδραματισθέντων στον χώρο της Μακεδονίας
Τέλος, το εντελώς εξωφρενικό της
υπόθεσης είναι ότι όλοι αυτοί οι «μακεδονολογούντες» (μεταξύ αυτών και ο
λαλίστατος Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Μπουτάρης), προτείνουν τα Σκόπια να ονομαστούν
Σλαβομακεδονία και η γλώσσα
σλαβομακεδονική! Επομένως και οι κάτοικοι της Σλαβομακεδονίας θα πρέπει λογικά
να ονομαστούν Σλαβομακεδόνες. Ποιοι όμως
θα είναι αυτοί οι «Σλαβομακεδόνες»; Κάποιο ξεχωριστό έθνος ή εθνοτική ομάδα; Κατά
τον Δήμαρχο, ναί. Για την επιστήμη, ασφαλώς όχι. Σλαβομακεδόνες ουδέποτε υπήρξαν στον πραγματικό κόσμο, παρά μόνον
στα μυαλά εκείνων που κατασκεύασαν και αποδέχονται τις παλαιότερες
τριτοδιεθνιστικές φαντασιώσεις (KKE) και τις σημερινές σκοπιανές ανοησίες. Υπενθυμίζω
όμως ότι υπάρχουν πανεπιστημιακοί[ που ήδη χρησιμοποιούν τον όρο «σλαβομακεδονική
γλώσσα» αναφερόμενοι στην τεχνητά κατασκευασμένη το 1944 «γλώσσα» των Σκοπίων[14] στην
οποία συμπεριλαμβάνουν και τα εντόπια/ εντόπικα!
Συμπερασματικά:
Σλαβομακεδόνες ως διακριτή εθνότητα ουδέποτε υπήρξαν, άρα δεν υπάρχει και
σλαβομακεδονική γλώσσα, διάλεκτος, ιδίωμα ή οτιδήποτε άλλο. Υπάρχει
αντίθετα μια κατασκευασμένη το 1944
για πολιτικούς λόγους και σκοπιμότητες εκσερβισθείσα
εν μέρει βουλγαρική διάλεκτος που εξελίχθηκε στην σημερινή σκοπιανή γλώσσα με την βοήθεια
όλων των μηχανισμών του κράτους των Σκοπίων (Σχολεία, Πανεπιστήμια, Ινστιτούτα,
κρατική γραφειοκρατία, εφημερίδες, έντυπα, ραδιοφωνία, τηλεόραση) και η
οποία ουδεμία γλωσσολογική ή ιστορική σχέση έχει με τα εντόπια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω
δεν αποτελούν προσωπικές μου απόψεις ή κάποιων «ακραίων» ελληνικών κύκλων (βλ.
σχετικό άρθρο με τίτλο «Λανθασμένοι οι όροι Σλαβομακεδονία και Σλαβομακεδόνες»)[15],
αντίθετα είναι αυτονόητα και κοινός τόπος σε διεθνές επίπεδο, όπως επιβεβαιώνει,
για παράδειγμα, δημοσίευμα της σημαντικής και εγκυρότατης γαλλικής εφημερίδας «Le
Figaro» (Λε Φιγκαρό). [16]
Υπενθυμίζω ότι ο κακόφημος αυτός όρος, «Σλαβομακεδόνες»,
προέκυψε ως συνέπεια των αποφάσεων της Βαλκανικής
Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ) στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου
αιώνα, οι οποίες επικυρώθηκαν οριστικά από το 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής
Διεθνούς a.k.a. Κομιντέρν (17-6 έως 8-7-1924), που δέχθηκε ως ορθό και
επαναστατικό (!) το σύνθημα της ΒΚΟ για "ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία
και Θράκη". Η θέση αυτή υιοθετήθηκε πλήρως στο Τρίτο Έκτακτο
Συνέδριο του τότε ΣΕΚΕ (Κ) που διεξήχθη από 26-11-1924 έως 3-12-1924, με
την επικράτηση της γραμμής Πουλιόπουλου,
ο οποίος κατέλαβε τη θέση του γενικού γραμματέα και το ΣΕΚΕ(Κ)
μετονομάσθηκε σε ΚΚΕ. Αυτή η εγκληματική
απόφαση είναι η βασική πηγή όλων των δεινών που μας κατατρύχουν μέχρι
σήμερα στο συγκεκριμένο ζήτημα, για την οποία το κόμμα του «εργαζόμενου λαού»
όχι μόνον ουδέποτε απολογήθηκε, αλλά απεναντίας αναμασά κατά καιρούς, είτε το
ίδιο είτε οι πολυώνυμες παραφυάδες του.
- Η
ερμηνεία της αλλοφωνίας ελληνικών πληθυσμών
Από
τα παραπάνω λοιπόν γλωσσικά όργανα, η Τουρκική
των μουσουλμάνων της Δυτ. Θράκης, η Ρομανές των τσιγγάνων, η Αρμενική και η Λαντίνο ομιλούνται από αλλοεθνείς που συνιστούν «γλωσσικές
μειονότητες», δηλ. γλωσσικά όργανα μειονοτικών ομάδων.
Η Πομακική
αποτελεί μια ενδιάμεση και αμφιλεγόμενη περίπτωση δεδομένου ότι οι ομιλητές
της, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, ήσαν ορεσίβιοι πληθυσμοί που εξισλαμίσθηκαν
και σίγουρα δεν είναι τουρκικής καταγωγής.
Τα αρβανίτικα, βλάχικα και εντόπια/εντόπικα
τέλος, υπήρξαν γλωσσικά μέσα
επικοινωνίας ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι για διαφόρους λόγους,
κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς ή απλής επιβίωσης, υποχρεώθηκαν να
αλλοφωνήσουν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και συνθήκες.
Όπως έχω υποστηρίξει και επαναλαμβάνω
σε κάθε ευκαιρία:
«...Ο ελληνισμός, στην ιστορική του πορεία των 4000 χρόνων,
δημιούργησε πολυεθνικές (αλλά ποτέ πολυπολιτισμικές, όπως τονίζει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ) αυτοκρατορίες,
είχε εμπορικές σχέσεις με δεκάδες λαούς και χώρες, υπέστη επιδρομές βαρβάρων
λαών, κατακτήθηκε πλήρως ή εν μέρει από ξένους λαούς, ενώ εκτοπίσθηκαν τμήματά
του από προαιώνια ελληνικά εδάφη. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ιστορικών
εξελίξεων ήταν κάποιοι ελληνικοί πληθυσμοί να αλλοφωνήσουν, όπως ορισμένοι
μικρασιάτες (τουρκόφωνοι Έλληνες), να λατινοφωνήσουν (βλαχόφωνοι Έλληνες), να
σλαβοφωνήσουν (σλαβόφωνοι Έλληνες), να αλβανοφωνήσουν (αρβανιτόφωνοι Έλληνες) ή
να ιταλοφωνήσουν (οι Γρεκάνοι της Magna Grecia). Εκείνο πλέον, που και επιστημονικώς είναι αδιαμφισβήτητο, είναι η
διαπίστωση ότι η ομιλούμενη γλώσσα δεν
αποτελεί πάντοτε απόλυτο εθνολογικό κριτήριο ταξινόμησης μιας συγκεκριμένης πληθυσμιακής
ομάδας...»[17]
Με την ευκαιρία ας θυμηθούμε αυτό που
τόνιζαν στην επιστολή διαμαρτυρίας που έστειλαν το 1903 κάτοικοι της πόλης του
Μοναστηρίου (Βιτώλια) προς τις Μεγάλες Δυνάμεις: «...λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί, αλβανιστί, βουλγαριστί, αλλά ουδέν ήττον
εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητεί προς ημάς τούτο...», δηλαδή με άλλα λόγια, «Μπορεί να
μιλάμε ελληνικά, βλάχικα, αρβανίτικα, βουλγάρικα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι
είμαστε λιγότερο Έλληνες και εις ουδένα επιτρέπουμε να αμφισβητεί την
ελληνικότητά μας».
- Διδασκαλία «μειονοτικών γλωσσών»: Ανάγκη ή πρόσχημα;
Μετά τα παραπάνω ενημερωτικά, ελπίζω, ας έρθουμε στο
ζητούμενο, την απαίτηση ορισμένων κύκλων για την διδασκαλία των αρβανίτικων,
βλάχικων και εντόπιων/εντόπικων. Επαναλαμβάνω ότι το θέμα δεν είναι καθόλου επιστημονικό και εκπαιδευτικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό και εθνικό.
Τι ακριβώς επιδιώκουν αυτοί οι κύκλοι,
που καθοδηγούνται από ξένα κέντρα
αποφάσεων; Απλούστατα να υλοποιήσουν αυτά που επιδιώκουν συστηματικά εδώ
και δεκαετίες (περιορίζομαι στην μεταπολεμική περίοδο, το φαινόμενο είναι πολύ
παλαιότερο), δηλ. την κατασκευή εύκολα
χειραγωγούμενων μειονοτήτων ως όργανα άσκησης της εξωτερικής τους πολιτικής και
των γεωπολιτικών τους επιδιώξεων.
Προς επίτευξη των
στόχων τους χρησιμοποιείται κάθε μέσον, συνήθως χρηματικής φύσεως, που συχνά
μεταμφιέζεται για να γίνει πιο εύπεπτο σε υποτροφίες, οικονομικές
επιχορηγήσεις, μόνιμες προσκλήσεις για συμμετοχή σε «διεθνείς επιτροπές»,
περίεργα Συνέδρια, Ημερίδες, «επιμορφώσεις» κλπ, ενώ παράλληλα αξιοποιούν με
κάθε ευκαιρία και τους κάθε κατηγορίας πρόθυμους συνοδοιπόρους (αφελείς ή
λιγότερο αφελείς), που μετατρέπονται σε φερέφωνά τους, πιστεύοντας ότι
εξυπηρετούν υψηλότερα «ιδανικά», ιδεολογικά, επιστημονικά, ανθρωπιστικά κλπ,
κλπ. Βεβαίως, δεν λείπουν παραδείγματα προκλητικών επεμβάσεων, με «ειδικούς
απεσταλμένους», «ανεξάρτητους παρατηρητές», με «εκθέσεις» για την κατάσταση των
μειονοτήτων που ενδιαφέρουν και σε συγκεκριμένες πάντα περιοχές.
Έχοντας
κατά νου όλα τα παραπάνω ας εξετάσουμε το μόνιμο αίτημα κάποιων «εκπροσώπων»
υπό κατασκευή μειονοτήτων στον ελλαδικό χώρο και των «κολαούζων» τους,
«προοδευτικών» προφεσσόρων ελληνικών πανεπιστημίων, εκπροσώπων κομμάτων,
οργανώσεων, ΜΚΟ, «διανοουμένων», «προσωπικοτήτων» και άλλων τινών. Τι ακριβώς
ζητούν;
Για
παράδειγμα, το υπόμνημα που υπέβαλλε στην προαναφερθείσα κυρία το «Ουράνιο
Τόξο» (το πολιτικό κόμμα των «εθνικά μακεδόνων») ζητούσε:
1. Να
αναγνωρισθεί η ύπαρξη «Μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα,
2. Να
ανοίξει η ελληνική κυβέρνηση Σχολεία για την «Μακεδονική μειονότητα» της
Ελλάδας,
3. Να ληφθούν μέτρα για
την διατήρηση των πολιτιστικών παραδόσεων της μειονότητας και το σημαντικότερο,
4. Να προχωρήσει η
Ελλάδα στην απογραφή της «Μακεδονικής
μειονότητας» ώστε να κατοχυρωθούν νομικά, προσθέτοντας παράλληλα ότι
επιθυμούν την διατήρηση των σημερινών συνόρων (Καλοσύνη τους!).
Ποιοι είναι άραγε αυτοί οι «εθνικά
μακεδόνες»; Αυτοί που δεν θέλουν να είναι Έλληνες. Κανένα πρόβλημα. Ας είναι
ό,τι νομίζουν. Αρκεί να μη κλέβουν το
όνομα από εμάς, τους Μακεδόνες Έλληνες.
Το
απαράδεκτο όμως της όλης υπόθεσης είναι ότι εμφανίζονται να εκπροσωπούν πέραν
των «εθνικά μακεδόνων» (μερικές εκατοντάδες άτομα, όπως απέδειξαν αλλεπάλληλες
εκλογικές αναμετρήσεις) καί όλους τους σλαβόφωνους ή πρώην σλαβόφωνους Έλληνες,
τους οποίους επιδιώκουν να τους παρουσιάσουν ως μειονότητα!
Και
για να γίνει απόλυτα αντιληπτό το τι ακριβώς ζητάνε με το αίτημα για «σχολεία
της μακεδονικής μειονότητας» (τα υπόλοιπα αιτήματα είναι τόσο φαιδρά, που μόνον
ως πηγή ανεκδότων θα μπορούσαν να συζητηθούν), ας δούμε τι είδους σχολεία έχουν
κατά νου, μια και υπάρχει σχετική προϊστορία. Προτρέπω τους αναγνώστες να
αναζητήσουν στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια το λήμμα
Macedonian
language, όπου στις υποσημειώσεις (Νο 158) υπάρχουν τα εξής διαφωτιστικά:
A
native of Greek Macedonia, a pioneer of ethnic Macedonian schools in the region
and local historian, Pavlos Koufis, says in Laografika Florinas kai
Kastorias (Folklore of Florina and Kastoria), Athens 1996, that, “[During
its Panhellenic Meeting in September 1942, the KKE mentioned that it recognises
the equality of the ethnic minorities in Greece] the KKE recognised that the
Slavophone population was ethnic minority of Slavomacedonians]. This was a
term, which the inhabitants of the region accepted with relief. [Because]
Slavomacedonians = Slavs+Macedonians. The first section of the term determined
their origin and classified them in the great family of the Slav peoples.”
[Ένας γηγενής της
ελληνικής Μακεδονίας, ένας πρωτοπόρος των εθνικά μακεδονικών σχολείων στην
περιοχή και τοπικός ιστορικός, ο Παύλος Κούφης, γράφει στα «Λαογραφικά Φλώρινας
και Καστοριάς», Αθήνα 1996, ότι: Στην διάρκεια της Πανελλαδικής Διάσκεψης τον
Σεπτέμβρη του 1942 το ΚΚΕ δήλωσε ότι αναγνωρίζει την ισοτιμία των εθνικών
μειονοτήτων στην Ελλάδα και ότι ο σλαβόφωνος πληθυσμός αποτελεί εθνική
μειονότητα των Σλαβομακεδόνων. Αυτός ήταν ένας όρος που οι κάτοικοι της
περιοχής δέχτηκαν με ανακούφιση, διότι Σλαβομακεδόνες = Σλάβοι + Μακεδόνες. Το
πρώτο συνθετικό του όρου καθορίζει την καταγωγή τους και τους κατατάσσει στην
μεγάλη οικογένεια των Σλαβικών λαών].
Δεν
νομίζω ότι χρειάζεται να σχολιάσουμε ή να προσθέσουμε κάτι άλλο. Ο «πρωτοπόρος»
αυτός τα ξεκαθάρισε όλα!
Μια άλλη κραυγαλέα περίπτωση ήταν και η ομιλία
ενός καθηγητή Κοινωνικής Λαογραφίας (υπάρχει άραγε και
προσωπική ή ατομική λαογραφία;) στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με την ευκαιρία μιας
βιβλιοπαρουσίασης στην Βέροια, περί βλαχοφώνων, όπου ακούστηκαν ένα σωρό
ανακρίβειες και φυσικά οι πολυδιαφημισμένες αμπελοφιλοσοφίες περί «διαφορετικότητας», περί
«ταυτοτήτων» (της μόδας τα τελευταία χρόνια), περί «τοπικότητας» και
«ποικιλότητας» που πρέπει να διαφυλαχθεί, περί Ισοκράτη κλπ, κλπ, που παπαγαλίζουν
τακτικότατα ad nauseam και με κάθε ευκαιρία, οι κάθε
κατηγορίας και επιπέδου πολιτικάντηδες, αλλά και συστημικοί δημοσιογράφοι,
κοινωνιολόγοι, «διανοούμενοι» και τηλεσχολιαστές.[18]
Όλα
αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν γραφικά ή ασήμαντα και να μας άφηναν παγερά
αδιάφορους. Δυστυχώς ο εν λόγω μεταμορφώνεται ξαφνικά από καλοπροαίρετο Δρ. Τζέκυλλ
σε επικίνδυνο κ. Χάυντ υποστηρίζοντας την ανάγκη διατήρησης της «βλάχικής
ταυτότητας» (;) μέσω της διδασκαλίας της βλάχικής γλώσσας! Είναι άραγε τόσο
αφελής ώστε να μη συνειδητοποιεί την τερατώδη αντίφαση και μνημειώδη
ανακολουθία αυτής της τοποθέτησης, δηλ. της εξύμνησης από την μια μεριά της
«διαφορετικότητας», της «τοπικότητας» και της «ποικιλότητας» και την πολιτιστική ισοπέδωση, από την άλλη,
που θα επιφέρει η επιδιωκόμενη διδασκαλία (!) της βλάχικης γλώσσας, την οποία ο
εν λόγω θεωρεί ως αξιέπαινο γεγονός; Τι να πούμε! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου...
Συνιστώ
πάντως στον εν λόγω πολυπράγμονα Κοινωνικό Λαογράφο και στους ομοϊδεάτες του να
μελετήσουν προσεκτικά τα παρακάτω αποσπάσματα από κείμενο του κορυφαίου και
διεθνούς κύρους Έλληνα βυζαντινολόγου και ακαδημαϊκού Σπύρου Βρυώνη που αναγνώσθηκε στην
ημερίδα με θέμα «Ο Νέος Ελληνισμός:
Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» που διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010:
«...Συχνά, οι
κοινωνικές επιστήμες, ως συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν
περιορίζονται στα όρια που θέτει η έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού
μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά
διακηρύσσουν ότι διακονούν «επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό
κόσμο, η ειδικότητά τους προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά
με εκείνες της φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών. Έτσι, ο
τελικός σκοπός των περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και
να καθορίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο
αυτό ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες
συνθήκες, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή,
ή και ακόμα μεγαλύτερες συσσωματώσεις. Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και
προβεβλημένων επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη
πηγή και αυθεντία για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. [...] Με την αύξηση των πληθυσμών, την
πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις απαιτήσεις της
κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις από τους
κοινωνικούς επιστήμονες. [...] Όμως,
ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης είναι
συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει στους
κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη» στα
θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του
«εθνικισμού». Διότι, εδώ, αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην
ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι
έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός
πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους
είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης
συμπεριφοράς. Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή
τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και
τον «εθνικισμό» είχε βαθιά επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά
τα ειδικά σύγχρονα ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι
έχουν κληθεί, ως ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της
Γερουσίας, να αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες
Πολιτείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Οι πανταχού παρόντες πολιτικοί
επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα Υπουργεία Εθνικής
Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά όργανα, καθώς και
στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια στρατιά (αριθμητικά)
και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν μεγάλα
κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα
ξένα συμφέροντα. Έτσι, οι κοινωνικοί
επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά απολαμβάνουν
πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την υποκειμενικότητα τους.[...] Επιπλέον, προχωρούν στην κατασκευή ή τη
δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοια έκταση ώστε χρειάζεται κανείς να προσφύγει
σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών τέτοιων όρων) και
στηρίζονται σε ιστορικούς εξειδικευμένους σε περιοχές με τις οποίες οι
κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι εξοικειωμένοι. Μπορούμε επί πλέον να διαπιστώσουμε την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών
επιστημόνων πάνω στην ιστορική επιστήμη, παράλληλα με την αδυναμία των
κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε»
και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, καθώς και την αποτυχία τους να
διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. [...]
Στην συνέχεια ο Σπ. Βρυώνης αναφέρεται
στις θεωρίες του λεγόμενου «μοντερνισμού» στην Ιστορία και στους τρεις
«πατριάρχες» του, Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson, καθώς και στην περίοδο
1970-2003, η οποία αναφέρεται ως
περίοδος «ανόδου και πτώσης του κλασικού
μοντερνισμού». Φθάνουμε έτσι σε μια νέα και σημαντική φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για
την προέλευση και τη φύση του έθνους και του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία περί «εθνοσυμβολισμού» που διατύπωσε ο Anthony D.
Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής του Gellner.
Όπως τονίζει ο Σπ. Βρυώνης: «Στη διαμάχη που ακολούθησε και μπροστά στα
αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson, σε αντίθεση με τον Gellner,
υπήρξε πιο δεκτικός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του και, τελικά,
παραδέχτηκε ότι το έργο του είχε πλέον
καταστεί περιθωριακό». [...]
Ανάλογες κινήσεις με
αυτές των «εθνικά μακεδόνων» είχαν καταγραφεί στην δεκαετία του ’90 και στον
χώρο των αρβανιτόφωνων Ελλήνων, όταν με πρωτοβουλίες ατόμων που διατηρούσαν
επαφές με την αλβανική πρεσβεία,[19] είχε ξεκινήσει προσπάθεια για το άνοιγμα
φροντιστηρίων σε αρβανιτόφωνες περιοχές όπου θα διδάσκονταν η αλβανική γλώσσα
για την διατήρηση της ...αρβανίτικης παράδοσης!
Στην αμφιλεγόμενη ημερίδα μάλιστα, που διοργάνωσε το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (το
γνωστό ΚΕΜΟ, ένα είδος Ιντιάνα Τζόουνς στο κυνήγι ανακάλυψης μειονοτήτων,
υπαρκτών και ανυπάρκτων), κάποιος καθηγητής ΤΕΙ, μέσα στον πολυπολιτισμικό του
οίστρο για την αναβίωση των αρβανίτικων στο χωριό του, πρότεινε ως λύση αυτό
που γινόταν εκεί: «...υπάρχουν αυτή τη
στιγμή 15 με 20 οικονομικοί μετανάστες, νέα παιδιά. Αυτοί έχουν μετατραπεί σε
δασκάλους της αρβανίτικης γλώσσας στο χωριό...»! [20]
- Δια ταύτα...
Ας εξετάσουμε τώρα το
πρακτικό μέρος της διδασκαλίας αυτών των γλωσσών και ιδιωμάτων.
1.
Ως γνωστόν για την διδασκαλία μιας γλώσσας, απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό,
δάσκαλοι για τις μικρότερες ηλικίες, καθηγητές φιλόλογοι για τις μεγαλύτερες.
Πού θα βρεθούν αυτοί;
2. Τα εντόπικα, όπως και τα βλάχικα
και αρβανίτικα ήσαν προφορικά
γλωσσικά όργανα και ως εκ τούτου εμφανίζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Ειδικά τα
εντόπικα διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και συχνά από χωριό σε χωριό στο
λεξιλόγιο, στην προφορά, σε ιδιωματισμούς, το ίδιο και τα βλάχικα, όπως και τα
αρβανίτικα. Ποιοι θα αποφασίσουν ότι θα διδάσκεται μία μόνον από τις παραλλαγές
και όχι μια άλλη; Και αυτό προφανώς σημαίνει ότι σε περίπτωση που προκριθεί η
παραλλαγή Χ, θα εκτοπίσει μέχρι εξαφάνισης όλες τις άλλες. Για ποιόν λόγο θα πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο εις βάρος του γλωσσικού
πλούτου, της διαφορετικότητας και ποικιλομορφίας που τόσο θορυβωδώς επικαλούνται
κάποιοι;
3.
Ποιο αλφάβητο θα χρησιμοποιηθεί στην διδασκαλία; Τα εντόπικα, τα βλάχικα και τα
αρβανίτικα έχουν φθόγγους που δεν μπορούν να αποδοθούν με το ελληνικό αλφάβητο.
Θα επινοήσουμε νέα αλφάβητα ή θα υιοθετηθεί η εύκολη λύση της χρήσης του
κυριλλικού, ρουμανικού και αλβανικού αλφαβήτου;
4.
Πώς θα εξευρεθεί το κατάλληλο εκπαιδευτικό υλικό; Με άλλα λόγια τα αναγνωστικά,
οι γραμματικές κλπ τι ακριβώς θα είναι; Θα εισαχθούν έτοιμα από τα Σκόπια, την
Ρουμανία και την Αλβανία;
5.
Πώς γνωρίζουμε ότι θα υπάρξουν μαθητές για αυτά τα περίεργα σχολεία; Πλην
ορισμένων δακτυλοδεικτούμενων φανατικών σε κάθε περιοχή, ποιοι άραγε γονείς θα
στείλουν τα παιδιά τους σε αυτά;
6.
Ποιος θα εποπτεύει διδάσκοντες και διδασκόμενους στα σχολεία αυτά για το τι
ακριβώς διδάσκεται εκεί;
Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να έχουν
σοβαρές απαντήσεις, παρά μόνον μία: τα αιτήματα για σχολεία είναι απλώς ένα
παιδαριώδες πρόσχημα για την αναγνώριση σκοπιανής, ρουμανικής και αλβανικής
μειονότητας αντίστοιχα. Όλα τα υπόλοιπα είναι φαιδρολογήματα, τα οποία ουδεμία
σοβαρή χώρα είναι δυνατόν έστω να τα συζητήσει, πλήν βεβαίως της χώρας όπου
ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα...
Δ.Ε.Ε.
Έδεσσα,
25 Αυγούστου 2014
Σημειώσεις
[1] Ausbausprache = «Aναβαθμισμένη
γλώσσα» ή «Επίσημη γλώσσα» ή «συγκλίνουσα γλώσσα». Είναι η γλώσσα, η οποία
χρησιμοποιείται επίσημα στην κρατική γραφειοκρατία, στα ΜΜΕ κ.λπ. και
διδάσκεται στα Σχολεία. Οι τυχόν άλλες ποικιλίες αυτής της γλώσσας, διάλεκτοι ή
ιδιώματα (ντοπιολαλιές) χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία «ανεπίσημα» σε
τοπικό επίπεδο, όπως π.χ. στην Ελλάδα, τα ποντιακά, η κρητική διάλεκτος κ.λπ.
Abstandsprache = «Απομακρυσμένη γλώσσα»
ή «αποκλίνουσα γλώσσα», ονομάζεται μια γλωσσική ποικιλία, σε σχέση με μια άλλη,
όταν οι δύο αυτές γλώσσες είναι τόσο διαφορετικές ώστε είναι αδύνατον η μία να
θεωρηθεί διάλεκτος της άλλης: π.χ. η επίσημη Ισπανική (Καστιλιάνικη) είναι σε
σχέση με την Βασκική γλώσσα «Απομακρυσμένη γλώσσα», όπως προφανώς και η Βασκική
σε σχέση με την Ισπανική. Το σλαβογενές ιδίωμα των περιοχών της
Κεντρικο-Δυτικής Μακεδονίας σε σχέση με τα Ελληνικά θεωρείται Abstandsprache,
παρ’ όλο που δύσκολα μπορεί να καταγραφεί ως πλήρης γλώσσα.
Dachsprache = «Γλώσσα–σκεπή»
κυριολεκτικά ή «γλώσσα–ομπρέλα». Είναι η γλώσσα εκείνη, που μέσα σε ένα
«γλωσσικό συνεχές», χρησιμεύει ως βασική γλώσσα, ένα είδος Ausbausprache,
επίσημης γλώσσας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη «σύγχρονη
επίσημη Αραβική» (Modern Standard Arabic), σε σχέση με τις διάφορες αραβικές
διαλέκτους που ομιλούνται στον Αραβικό κόσμο, παρ’ όλο που κάποιες από αυτές
τις διαλέκτους είναι τόσο διαφορετικές, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν
Abstandspache, όπως π.χ. η καθομιλούμενη Αραβική στην Αίγυπτο σε σχέση με την
«σύγχρονη επίσημη Αραβική» ή «λογία Αραβική».
[2] Η Λίγκουα
Φράγκα προέκυψε στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου ως γλώσσα συναλλαγών
μεταξύ εμπόρων και εμπορευομένων και ήταν ένα μίγμα Γαλλικών, Ιταλικών,
Ισπανικών, Ελληνικών, Αραβικών και Tουρκικών λέξεων, με υποτυπώδη γραμματική
και συντακτικό. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει μια πλήρη
γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν διαφορετικοί γλωσσικά πληθυσμοί για
εμπορικούς, διπλωματικούς κ.λπ. λόγους. Η Ελληνική γλώσσα ήταν η Λίγκουα Φράγκα
της Μέσης Ανατολής και της Ν.Α. Ευρώπης στην διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων,
αλλά και του Βυζαντίου, ενώ αντίστοιχα, η Λατινική, της Δυτικής Ευρώπης. Η
Γαλλική ήταν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Λίγκουα Φράγκα της Διπλωματίας,
για να εκτοπιστεί από την Αγγλική στην συνέχεια, η οποία έγινε σήμερα Λίγκουα Φράγκα
σε πολλούς τομείς παγκοσμίως.
[3] Βλ. Λίνου
Πολίτη: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1980 – Εισαγωγή,
σελ. 17 όπου αναφερόμενος στην χρήση λατινικών χαρακτήρων για την καταγραφή της
ελληνικής γλώσσας επισημαίνει ότι: «…το
σύστημα χρησιμοποιήθηκε και από την Παπική προπαγάνδα για τους Έλληνες
Καθολικούς των νησιών (φραγκοχιώτικα)…».
[4] Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση Κρεολής
γλώσσας (Κρεολοί ονομάζονται οι μιγάδες απόγονοι Γάλλων και αφρικανών
δούλων στις Γαλλικές αποικίες του Νέου Κόσμου. Η γλώσσα τους ήταν ένα μίγμα
Γαλλικής και αφρικανικών διαλέκτων) είναι η Τοκ Πίσιν (Tok Pisin), η
οποία ξεκίνησε τον 19ο αιώνα ως ιδίωμα pidgin στην Παπούα–Νέα Γουϊνέα με βάση
την Αγγλική και ανάμειξη ιθαγενών λέξεων (και σε μικρότερη έκταση Γερμανικών
και Πορτογαλικών). Χρησιμοποιήθηκε ως Λίγκουα Φράγκα στο νησί και κατέληξε να
γίνει η μητρική γλώσσα των ιθαγενών, εξελισσόμενη πλέον σε μια σύγχρονη και
πλήρη γλώσσα, με την βοήθεια και την επίσημη κρατική στήριξη των κυβερνήσεων
της Παπούα-Νέας Γουϊνέας. Η ονομασία Τοκ Πίσιν προέκυψε από την έκφραση tok
pisin (talk pidgin) = ομιλώ πίτζιν, στο ιδίωμα αυτό. Υπενθυμίζω σχετικά, ότι οι
φυλές των Παπούα, περίπου 8,5 εκατομ. σήμερα, στο τεράστιο αυτό νησί (με έκταση
πάνω από 885.000 τετρ. χλμ. δηλ. υπερεξαπλάσια της Ελλάδος) στα βόρεια της
Αυστραλίας, ομιλούν περίπου 750 διαφορετικές γλώσσες/διαλέκτους. Ορισμένες από
τις φυλές τους υπήρξαν στο παρελθόν διαβόητοι καννίβαλοι. Το νησί είναι
χωρισμένο στην μέση και το μεν ανατολικό τμήμα αποτελεί το ανεξάρτητο (από το
1975) κράτος της Παπούα-Νέας Γουϊνέας, ενώ το δυτικό τμήμα αποτελεί επαρχία της
Ινδονησίας.
[5] Βλ. Grin, F.: The economic approach to minority languages. In: Journal of
Multingual and Multicultural Development 11 (1&2), p. 153-173 (1990). Λεπτομέρειες στο ενδιαφέρον βιβλίο
της Καθηγήτριας Γενικής Γλωσσολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Σελλά-Μάζη Ελένης:
Διγλωσσία και Κοινωνία, σελ. 21, «Προσκήνιο» Αθήνα 20062 .
[7] Valdés, Guadalupe. "The Teaching of Minority Languages as 'Foreign'
Languages: Pedagogical and Theoretical Challenges." Modern
Language Journal Vol. 79, No. 3. (1995) pp. 299-328.
[8] Τσιτσελίκης
Κ., Χριστόπουλος Δ. (επιμ.): “Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα”,
«Κριτική», Αθήνα 1997.
[9] Hoffmann, C.:
An Introduction to Bilingualism, «Longman» London, 1991.
[11] Βλ.
λεπτομέρειες στο βιβλίο μου «Η καταγωγή των Αλβανών και οι αρβανιτόφωνοι
Έλληνες», Κεφάλαιο 9 «Οι Αρβανίτες του
ελλαδικού χώρου», σελ. 305-334 «Ινφογνώμων», Αθήνα, 2014, όπου και σχετική
βιβλιογραφία.
[13] Βλ. Κολιόπουλος,
Ιωάννης Σ.: «Λεηλασία φρονημάτων» Β΄ έκδοση, Πρόλογος σελ. ix-x, «Βάνιας»
Θεσσαλονίκη 1995.
[17] Βλ. «Η
καταγωγή των Αλβανών και οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες» ό.π. σελ. 305.
[19] Βλ. σχετικά
με τα κωμικοτραγικά γεγονότα εκείνης της εποχής, αποκαλυπτικά
σχόλια και πληροφορίες, στο βιβλίο μου «Η καταγωγή των Αλβανών και οι
αρβανιτόφωνοι Έλληνες» ό.π. σελ. 269-272.
[20] Βλ.
«Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα» - Αρβανίτικα, Βλάχικα, Γλώσσες της μειονότητας
της Δ. Θράκης, Σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας, σελ. 372, ΚΕΜΟ, «Αλεξάνδρεια»
Αθήνα 2001